- αποσπασμος
- ἀποσπασμόςἀπο-σπασμόςὅ вырывание, отвлекание Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποσπασμός — tearing away masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπασμοῖς — ἀποσπασμός tearing away masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπασμοῦ — ἀποσπασμός tearing away masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπασμούς — ἀποσπασμός tearing away masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπασμῶν — ἀποσπασμός tearing away masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπασμῷ — ἀποσπασμός tearing away masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπασμόν — ἀποσπασμός tearing away masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)